ελικοφόρος

ελικοφόρος
α, ο [ος , ον ]
1) снабжённый или приводимый в движение винтом, пропеллером; винтовой;

στρόβιλο ελικοφόρο αεροπλάνο — турбовинтовой самолёт;

ελικοφόρα μηχανή — винтовой мотор;

2) имеющий винтовую нарезку

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ελικοφόρος" в других словарях:

  • ελικοφόρος — ο (Μ ἑλικοφόρος, ον) νεοελλ. 1. (για πλοίο) αυτός που κινείται με έλικες 2. το ουδ. ως ουσ. το ελικοφόρο πλοίο που κινείται με έλικες 3. χαραγμένος με έλικες μσν. (για κλαδί αμπελιού) αυτός που έχει έλικες …   Dictionary of Greek

  • ελικοφόρος — α, ο 1. που έχει έλικα, που κινείται με έλικα, ο ελικοκίνητος. 2. που έχει πάνω του χαραγμένους έλικες: Ελικοφόρος κύλινδρος. 3. το ουδ. ως ουσ., ελικοφόρο (ενν. πλοίο), ελικοκίνητο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»